ὑπόκοιλος

ὑπόκοιλος
ὑπόκοιλος
slightly concave
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπόκοιλος — ον, Μ 1. λίγο κοίλος·2. κοίλος από κάτω («ὑπόκοιλος ἐν τῇ πέτρᾳ τόπος», Φωκ. Ιω.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κοῖλος] …   Dictionary of Greek

  • ὑποκοιλότερον — ὑπόκοιλος slightly concave adverbial comp ὑπόκοιλος slightly concave masc acc comp sg ὑπόκοιλος slightly concave neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόκοιλον — ὑπόκοιλος slightly concave masc/fem acc sg ὑπόκοιλος slightly concave neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόκοιλα — ὑπόκοιλος slightly concave neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόκοιλοι — ὑπόκοιλος slightly concave masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”